- αυλοδόκη
- αὐλοδόκη, η (Α)η αυλοθήκη.[ΕΤΥΜΟΛ. < αυλός + -δόκη < δέχομαι (πρβλ. αμμοδόκη)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αὐλοδόκην — αὐλοδόκη flute case fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυλός — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη α.: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα … Dictionary of Greek